ἐρωτικοῦ

ἐρωτικοῦ
ἐρωτικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ερωτολόγημα — το το φιλοφρόνημα ερωτικού περιεχομένου, η εκδήλωση με λόγια ερωτικού αισθήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Άγγελο Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • αγαλματολατρία — η 1. η λατρεία των αγαλμάτων. 2. (Ψυχιατρ.) η ανάπτυξη ερωτικού συναισθήματος ορισμένων ψυχασθενών προς τα αγάλματα, κυρίως προς όσα παριστάνουν γυναικείες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαλματολάτρης, γι αυτό και ορθή η γραφή με ι] …   Dictionary of Greek

  • γαζέλα — (I) η είδος ερωτικού ποιήματος στη λυρική ποίηση των Περσών και των Τούρκων που αποτελείται από 5 ή 7 δίστιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραβικής προελεύσεως]. (II) η βλ. γκαζέλα …   Dictionary of Greek

  • ερωτοτρικυμία — η η ψυχική ταραχή λόγω ερωτικού πάθους …   Dictionary of Greek

  • θίσβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση την αναφέρει ως κόρη του Ασωπού, επώνυμη της ομώνυμης βοιωτικής πόλης. Το όνομά της συνδέεται με τον μύθο του νεαρού Πύραμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου αυτού, ο Πύραμος αναζητούσε τη Θ., η οποία όμως… …   Dictionary of Greek

  • καντάδα — Μουσικό κομμάτι για τρίφωνη ανδρική χορωδία, που τραγουδιέται συνήθως νύχτα και συχνά συνοδεύεται από μουσικά όργανα (κιθάρα και μαντολίνο). Ο όρος cantada, από τον οποίο προέρχεται ο ελληνικός κ., πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία στις αρχές του… …   Dictionary of Greek

  • κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά …   Dictionary of Greek

  • κυνητίνδα — (Α) επίρρ. ονομασία ερωτικού παιχνιδιού κατά το οποίο καθένας από τους παίκτες προσπαθούσε να φιλήσει τον αντίπαλό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνώ «φιλώ» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ακινητ ίνδα, κρυπτ ίνδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”